- καρικοεργής
- καρικοεργής, -ές (Α)ο προερχόμενος ή κατασκευασμένος με καρική εργασία, με καρική τέχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρικός + -εργής (< Fεργής < Fέργον). Βλ. και λ. ἔργο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καρικοεργέα — Καρικοεργής of Carian work neut nom/voc/acc pl (epic ionic) Καρικοεργής of Carian work masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρικοεργέος — Καρικοεργής of Carian work masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek